ὁλοκαυτωμάτων

ὁλοκαυτωμάτων
всесожжений

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ὁλοκαυτωμάτων" в других словарях:

  • ὁλοκαυτωμάτων — ὁλοκαύτωμα burnt offering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вьсесъжьженыи — (5*) пр. Вьсесъжьженоѥ средн. в роли с. То же, что вьсе съжьжениѥ: и созда тѹ жертвьницю Дв҃дъ и възнесе абьѥ всесъжьноѥ. [так!] (ὁλοκαυτώσεις) ГА XIII–XIV, 85г; ˫ако же сконча мл҃твѹ, сниде ѡгнь с нб҃се и по˫асть всесожена˫а и жертвы (τὰ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CARO Victimarum — in Holocaustis, tota igni absumebatur. Sic enim bos e. g. ad holocaustum mas et integer selectus, ad> ostium Tabernaculi Conventus adducebatur, et ab offerente manus capiti eius im ponebantur. Tum Levita illum iugulabat: et postquam alius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • σχάρα — η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α 1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα») 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»